εναριστώ — ἐναριστῶ ( άω) (Α) 1. προγευματίζω, παίρνω κάτι ως πρόγευμα 2. προγευματίζω κάπου … Dictionary of Greek
συνακρατίζομαι — Α προγευματίζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀκρατίζομαι «προγευματίζω»] … Dictionary of Greek
ακρατίζω — ἀκρατίζω (Α) 1. πίνω άκρατο, ανέρωτο κρασί 2. ( ω, ομαι) προγευματίζω (επειδή συνήθως το πρόγευμα ήταν ψωμί βουτηγμένο σε κρασί) 3. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον 4. δίνω πνευματική τροφή ομαι γεύομαι, παίρνω πνευματική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος … Dictionary of Greek
αριστίζω — ἀριστίζω (Α) [άριστον] 1. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον 2. ( ομαι) προγευματίζω … Dictionary of Greek
αριστητήριον — ἀριστητήριον, το (AM) μέρος όπου γευματίζει ή δειπνεί κάποιος, η τραπεζαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστώ («προγευματίζω ή γευματίζω») < άριστον «το πρόγευμα ή το γεύμα»] … Dictionary of Greek
αριστοποιώ — ἀριστοποιῶ ( έω) (Α) 1. ετοιμάζω πρόγευμα 2. ( ούμαι) προγευματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον «πρόγευμα» + ποιώ] … Dictionary of Greek
αριστώ — ἀριστῶ ( άω) (Α) [άριστον] 1. προγευματίζω 2. τρώω δύο ή τρεις φορές την ημέρα … Dictionary of Greek
δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… … Dictionary of Greek
κολατσίζω — [κολατσιό] τρώγω πρόχειρα, παίρνω το κολατσιό μου, προγευματίζω … Dictionary of Greek
προαριστώ — άω, Α παίρνω προηγουμένως πρόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀριστῶ «προγευματίζω»] … Dictionary of Greek